- ευδιηγητος
- εὐδιήγητοςεὐ-διήγητος2легко излагаемый
οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. — это с трудом поддается описанию
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. — это с трудом поддается описанию
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδιήγητος — εὐδιήγητος, ον (Α) αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα … Dictionary of Greek
εὐδιήγητος — easy to tell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητον — εὐδιήγητος easy to tell masc/fem acc sg εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητα — εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιήγητ' — εὐδιήγητα , εὐδιήγητος easy to tell neut nom/voc/acc pl εὐδιήγητε , εὐδιήγητος easy to tell masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)